Αντί προλόγου για την ιδιαίτερη ιστορία και αξία της Πάτμου, αναφέρουμε ότι η Unesco κήρυξε από το 1999 την Πάτμο ΄΄ μνημείο παγκόσμιας κληρονομιάς ΄΄ και την ενέγραψε στον αντίστοιχο κατάλογο βάσει των παρακάτω κριτηρίων:
΄΄ Κριτήριο (III). Η πόλη (χώρα) στο νησί Πάτμος είναι από τις λίγες περιοχές στην Ελλάδα που έχει εξελιχθεί ασταμάτητα από το 12ο αιώνα. Υπάρχουν πολύ λίγες άλλες περιοχές στον κόσμο όπου θρησκευτικές τελετές που χρονολογούνται από τα πρώτα χριστιανικά χρόνια, ασκούνται ακόμα αμετάβλητα.
Κριτήριο (IV). Το μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη του θεολόγου και το σπήλαιο της Αποκάλυψης στο νησί Πάτμος μαζί με τη μεσαιωνική χώρα, αποτελούν ένα εξαιρετικό παράδειγμα παραδοσιακού ελληνικού θρησκευτικού κέντρου προσκυνήματος με πολύ σημαντικό αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον.
Κριτήριο (VI). Το μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου και το σπήλαιο της Αποκάλυψης τιμούν τη μνήμη της περιοχής όπου ο Άγιος Ιωάννης "ο αγαπημένος απόστολος" , έγραψε δύο από τα ιερότερα χριστιανικά έργα, το Ευαγγέλιο του και την Αποκάλυψη. Ο εκπρόσωπος της Ταϊλάνδης πρόβαλε ερώτημα για την επιλεξιμότητα του κριτηρίου (VI). Σκέφτηκε ότι θα πρέπει να εφαρμοστεί το κριτήριο (III) .Η πρόταση του υιοθετήθηκε από τη επιτροπή. Εκπρόσωποι και παρατηρητές επαίνεσαν την υψηλή αξία της περιοχής και αποφάσισαν να κρατήσουν το κριτήριο (VI) ΄΄
Αιγαιοπελαγίτικο νησί η Πάτμος, υπαγόταν κατά τους αρχαίους Έλληνες στις νότιες Σποράδες, σύμφωνα όμως με τη σύγχρονη γεωγραφική διαίρεση στα Δωδεκάνησα, ενώ απέχει μόλις 25 μίλια από τις ακτές της Μικράς Ασίας. Σχετικά μικρή και άγονη, εμφανίζει μέγιστο μήκος 10 μίλια και μέγιστο πλάτος 6 μίλια. Το έδαφός της είναι βραχώδες και ηφαιστειογενές, έχει συνολική έκταση 34,5 τετραγωνικά χιλιόμετρα και υψηλότερη κορυφή τον Προφήτη Ηλία που φθάνει τα 270 μέτρα. Γενικά, η ακτογραμμή της Πάτμου έχει συνολικό μήκος 18 μίλια και χαρακτηρίζεται πολυσχιδής, δίνοντας στο νησί ένα ΄΄ δαντελωτό ΄΄ περίγραμμα: παρουσιάζει πλήθος ακρωτηρίων, όρμων και ορμίσκων – ένας εξ αυτών είναι η Σκάλα, το επίνειο της Πάτμου. Στη γοητεία του νησιού συντελεί το γεγονός ότι περικυκλώνεται από πολυάριθμες βραχονησίδες και μικρότερα νησιά τα οποία υπάγονται σε αυτήν ( Λειψοί, Αρκοί, Αγαθονήσι ).
Η Πάτμος – που επιγραφικά απαντάται και ως ΄΄ Πάτνος ΄΄ - χρωστάει κατ΄ άλλους το όνομά της στη λέξη “ πάτνη “ = φάτνη και κατ΄ άλλους στο όρος Λάτμος της Μικράς Ασίας, όπου κατά τους αρχαίους χρόνους λατρευόταν η θεά Άρτεμις και ο κυνηγέτης ήρωας Ενδυμίωνας και από όπου έφτασαν και οι πρώτοι κάτοικοι του νησιού μεταφέροντας μαζί τους και τη λατρεία της θεάς.
Μολονότι το όνομα του νησιού μαρτυρείται τόσο στο μεγάλο αρχαίο ιστορικό Θουκυδίδη και στο γεωγράφο Στράβωνα όσο και στο Λατίνο συγγραφέα Πλίνιο, η Πάτμος μέχρι και τους ρωμαϊκούς χρόνους παρέμεινε εντελώς άσημη και αφανής και χρησιμοποιούνταν ως τόπος διαμονής πολιτικών εξορίστων, πράγμα που συνέβη και στη συνέχεια. Αυτό εξηγεί και την εξορία στο νησί του Αποστόλου Ιωάννη του Θεολόγου, ο οποίος συνέγραψε κατά τον 1ο αιώνα μ.Χ. στη σπηλιά της Αγίας Άννας την Αποκάλυψη και πιθανώς και το Ευαγγέλιό του. Ο ίδιος μαρτυρεί στην Αποκάλυψή του: “ Εγενόμην εν τη νήσω τη καλουμένη Πάτμω δια τον λόγον του Θεού και δια την μαρτυρίαν του Ιησού Χριστού. Εγενόμην εν πνεύματι εν τη Κυριακή ημέρα και ήκουσα οπίσω μου φωνήν ως σάλπιγγος λεγούσης: ό βλέπεις γράψον εις βιβλίον και πέψον ταις επτά Εκκλησίαις “ .
Μένοντας για 8 αιώνες στην αφάνεια – από το θάνατο του Ιωάννη του Θεολόγου μέχρι το 904 μ.Χ. - η Πάτμος κατέληξε να γίνει τόπος διαμονής για τους Θεσσαλονικείς αιχμαλώτους που έφτασαν στο νησί μετά την άλωση της Θεσσαλονίκης από τους κουρσάρους. Σύμφωνα με ένα χρονικό που καταγράφει την τραγωδία εκείνη, το νησί αυτό ήταν άνυδρο και άγονο και οι αιχμάλωτοι υπέφεραν από τη δίψα. Τον 11ο αιώνα η Πάτμος, που είχε υποστεί αρκετές ληστρικές επιδρομές από τους πειρατές, δείχνει να λαμβάνει νέα ζωή χάρη σε πρόσφυγες που κατέφυγαν στο νησί από την Κωνσταντινούπολη μετά την άλωσή της από τους Τούρκους. Εξάλλου, στο νησί κατέφυγαν και άλλοι πρόσφυγες από την Κρήτη.
Όταν ο μοναχός Όσιος Χριστόδουλος από τη Βιθυνία έλαβε την άδεια από τον Βυζαντινό Αυτοκράτορα Αλέξιο Α΄ τον Κομνηνό, ίδρυσε στην Πάτμο τη Μονή Ιωάννου του Θεολόγου επάνω σε ύψωμα που βρισκόταν ψηλότερα από το σπήλαιο της Αποκάλυψης. Η συγκεκριμένη μονή χτίσθηκε σε μορφή μεσαιωνικού κάστρου με επάλξεις και τείχη, με κτίσματα, κελιά και δεξαμενές γύρω της. Γύρω από τη μονή άρχισαν να εγκαθίστανται εκτός από τους μοναχούς και ιδιώτες με τις οικογένειές τους με απώτερο στόχο να έχουν ως άσυλο την οχυρωμένη μονή σε περίπτωση πειρατικής επιδρομής. Έτσι, η μονή συνδέθηκε άρρηκτα με την ανάπτυξη του νησιού. Στη συνέχεια, με χρυσόβουλο του ίδιου Αυτοκράτορα ιδρύθηκε το 1088 μ.Χ. η Πατμιάδα Σχολή, η έναρξη λειτουργίας της οποίας χρονολογείται το 1534 μ.Χ.
Μη έχοντας άλλη επιλογή πέραν του να ασχοληθούν με τη ναυτιλία και το εμπόριο λόγω του άγονου του νησιού και εξαγοράζοντας την ελευθερία και την ασφάλειά τους με φόρους και δώρα, οι κάτοικοι της Πάτμου φρόντιζαν να διατηρούν καλές σχέσεις με τους Οθωμανούς και τους Ενετούς. Σιγά σιγά, η Πάτμος το 17ο αιώνα έφτασε να έχει γίνει ναυτικό και εμπορικό κέντρο. Κατά τον Ενετοτουρκικό πόλεμο ( 1645 - 1669 ) η Πάτμος λειτουργούσε ως ναύσταθμος των Ενετών. Κατά τη λήξη του πολέμου αυτού, η μεν Κρήτη περιήλθε στα χέρια των Ενετών, ενώ η Πάτμος καταλήφθηκε από τους Τούρκους. Παρόλ΄αυτά οι κάτοικοι συνέχισαν να αποκτούν περισσότερα πλοία και η μονή περισσότερο κύρος και αίγλη.
Το 1770 κατά την επανάσταση του Ορλόφ η Πάτμος καταλήφθηκε από το Ρωσικό στόλο. Οι Πάτμιοι με τη συνθήκη Κιουτσούκ – Καϊναρτζή ( 1774 ) επωφελήθηκαν από την παρουσία των Ρώσων προξένων στο Αιγαίο και χρησιμοποιώντας τη ρωσική σημαία κατασκεύασαν μεγάλα πλοία και αφιερώθηκαν στο θαλάσσιο εμπόριο. Γενέτειρα του ενός εκ των ιδρυτών της Φιλικής Εταιρείας, του Εμμανουήλ Ξάνθου, με την έκρηξη της Ελληνικής Επανάστασης στην Πελοπόννησο η Πάτμος έγινε ναυτικό επαναστατικό κέντρο και πολλοί κάτοικοί της έλαβαν μέρος στον αγώνα της Εθνεγερσίας. Με τη συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως ( 1832 ) η Πάτμος περιήλθε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία μέχρι το 1912, οπότε κατελήφθη από τους Ιταλούς μέχρι το 1943 και τους Γερμανούς εν συνεχεία. Τελικά, με τη συνθήκη του 1947 ενσωματώθηκε στην Ελλάδα μαζί με όλα τα πρώην ιταλοκρατούμενα νησιά .